- αδραξιά
- και δραξιά, η [αδράχνω]1. βίαιο πιάσιμο, άρπαγμα, γράπωμα2. η ποσότητα που μπορεί να χωρέσει στη χούφτα, η χουφτιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδραξιά — η άδραγμα, φουχτιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδράχνω — και αδράζω και δράχνω 1. αρπάζω, γραπώνω, πιάνω κάτι βίαια 2. (για φωτιά) περικαίω, καψαλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ προθετ. + αρχ. δράττομαι. ΠΑΡ. νεοελλ. άδραγμα, αδραξιά, αδραχτά, αδράχτης ΙΙ, αδράχτια ΙΙ, αδραχτικός] … Dictionary of Greek
αδραχτιά — (I) η [αδράχτι] η ποσότητα τού νήματος που περιλαμβάνει ένα αδράχτι. (II) η [αδράχνω] η αδραξιά* … Dictionary of Greek
φουχτιά — φουχτιά, η και χουφτιά, η όσο χωράει μια φούχτα, το περιεχόμενο μιας φούχτας, αδραξιά, χεριά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φουχτωσιά — φουχτωσιά, η και χουφτωσιά, η αδραξιά, φουχτιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φούχτα — φούχτα, η και χούφτα, η 1. η παλάμη του χεριού: Κι όσο κι αν με τις φούχτες των σκορπίζουν στα μαλλιά (Ι. Γρυπάρης). 2. όσο χωράει η παλάμη (η φούχτα), αδραξιά, φουχτιά, χεριά: Μια φούχτα λίρες. 3. η λαβή σπαθιού και πολλών άλλων οργάνων ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)